«Ήρθα να τρέξω για 7 εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες», ήταν τα λόγια του “απόγονου του Φειδιππίδη”, όταν έφτασε μετά από πολλά εμπόδια στην Αμερική. Έτσι ονόμασαν τα τότε αμερικανικά Μέσα τον Στέλιο Κυριακίδη, τον πρώτο Έλληνα που κέρδισε στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, στις 20 Απριλίου 1946.
Και αυτό έκανε ο Στέλιος Κυριακίδης. Έγινε «ο άνθρωπος που έτρεξε για έναν ολόκληρο λαό»!
Η δύναμη της ψυχής του, που ήθελε να βοηθήσει με το δικό του τρόπο τους συμπατριώτες του, επιβλήθηκε του αδύνατου σώματός του, ώστε να ξεπεράσει τον εαυτό του και να πετύχει το ακατόρθωτο!
Η νίκη του έγινε η αιτία να φωταγωγηθεί ξανά η Ακρόπολη για πρώτη φορά μετά την Κατοχή και οι Έλληνες, παρά τις πληγές του εμφυλίου, να βγουν κατά χιλιάδες στους δρόμους και να πανηγυρίσουν.
Ο Στέλιος Κυριακίδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1910, στον Στατό της Πάφου, από μια αγροτική οικογένεια. Με την παραμικρή αφορμή πήγαινε με τα πόδια στο απέναντι χωριό που απείχε 15 με 20 χιλιόμετρα. Έβγαλε το Γυμνάσιο στην Πάφο κι από την εφηβική του ηλικία άρχισε να παίρνει μέρος σε αγροτικούς αγώνες εκπροσωπώντας το χωριό του. Το 1930 γράφτηκε στον Γυμναστικό Σύλλογο Ολύμπια Λεμεσού τον οποίο δεν εγκατέλειψε, μέχρι και το τέλος της αθλητικής του σταδιοδρομίας.
Στα δεκατέσσερά του παράτησε το σχολείο και αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα. Ξεκίνησε να εργάζεται για την «Ηλεκτρική Εταιρεία», τη σημερινή ΔΕΗ, αλλά δεν σταμάτησε να ασχολείται με το τρέξιμο που αγαπούσε από μικρό παιδί. Συμμετείχε σε αθλητικές ομάδες της πόλης και έτρεχε σε αγώνες για λογαριασμό του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου. Η λαμπρή καριέρα που θα ακολουθούσε διαφάνηκε όταν ξεπέρασε την επίδοση του μεγαλύτερου Έλληνα δρομέα, Σπύρου Λούη, η οποία κρατούσε 40 χρόνια.
Ο ίδιος ο Λούης φέρεται να του είπε μετά την κατάρριψη του ρεκόρ του: «Παιδί μου Στέλιο, να τρέχεις πάντα, γιατί εμείς οι Έλληνες γεννηθήκαμε για να τρέχουμε. Μόνο έτσι καταφέραμε να ζήσουμε τόσους αιώνες».
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Αγώνες και το 1936 ταξίδεψε στη ναζιστική Γερμανία για να τρέξει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, συμμετοχή η οποία αργότερα θα του έσωζε τη ζωή. Το ξέσπασμα του πολέμου το 1940 τον βρίσκει αντιμέτωπο με τη φτώχεια και την πείνα. Εκείνη την περίοδο παντρεύτηκε τη γυναίκα του και σταμάτησε τον αθλητισμό, καθώς προείχε η επιβίωση.
Το 1943 οι Γερμανοί τον συνέλαβαν σε μπλόκο στο Χαλάνδρι μαζί με άλλα 49 άτομα, εξαιτίας ενός φόνου Γερμανού στρατιώτη. Όλοι οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν. Ο Γερμανός αξιωματικός υπηρεσίας ήταν μαραθωνοδρόμος και όταν βρήκε στο πορτοφόλι του Κυριακίδη την ταυτότητά του και την κάρτα διαπίστευσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο, τον άφησε ελεύθερο.
Ο δρόμος προς τη Βοστώνη
Η πρώτη φορά που έτρεξε στον μαραθώνιο της Βοστώνης ήταν το 1938, αλλά δεν κατάφερε να τερματίσει, εξαιτίας των παπουτσιών που φορούσε. Οι ομογενείς για να τον βοηθήσουν του είχαν αγοράσει τα παπούτσια του αγώνα, αλλά επειδή ήταν καινούργια, του μάτωσαν τα πόδια.
Το 1940 σταμάτησε η αθλητική καριέρα του Στέλιου Κυριακίδη λόγω του πολέμου. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του γιου του Δημήτρη, από το 1940 έως και το 1946 δεν προπονήθηκε και δεν έτρεξε πουθενά. Το 1945 έχοντας την εμπειρία της κατοχής και αργότερα του εμφυλίου πολέμου με την πείνα και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, και βλέποντας συναθλητές του να πεθαίνουν, αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί. Σκέφτεται πως μπορεί σαν αθλητής να κάνει κάτι και να βοηθήσει την Ελλάδα και το λαό της.
Έτσι, το 1946 αποφασίζει να επιστρέψει στη Βοστώνη και να λάβει μέρος στον 50ό μαραθώνιο. Προπονήθηκε λίγο, και με την βοήθεια των γειτόνων που του έδιναν ό,τι είχαν από το υστέρημά τους σε τρόφιμα, αποφασίζει να πάει στην Αμερική. Παρά τη φτώχεια και το γεγονός ότι η χώρα δεν μπορούσε να του καλύψει τα έξοδα, πούλησε τα μισά υπάρχοντα του σπιτιού του και με συμπλήρωμα μια οικονομική βοήθεια της Ηλεκτρικής εταιρείας όπου εργαζόταν, αγόρασε το εισιτήριο μιας διαδρομής. Δεν υπήρχαν φυσικά λεφτά για «μετ’ επιστροφής»…
Από τα χαλάσματα της ρημαγμένης Αθήνας, βρήκε το κουράγιο να πετάξει για την Αμερική ρισκάροντας τα πάντα. Στόχος του να τρέξει στον φημισμένο μαραθώνιο, αλλά και να ευαισθητοποιήσει τους Αμερικανούς και τους ομογενείς μας για να βοηθήσουν τον καταβεβλημένο
Όταν έφτασε στην Βοστώνη, οι γιατροί εξετάζοντάς τον αρνήθηκαν να τον αφήσουν να τρέξει. Ήταν τόσο αδύνατος από τις κακουχίες και την πείνα, που δεν πίστευαν ότι θα αντέξει ούτε τα πρώτα χιλιόμετρα. Ο Κυριακίδης, όμως, δεν έκανε πίσω και υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση ότι φέρει ο ίδιος την ευθύνη αν του συμβεί κάτι. Ζητά επίσης από την επιτροπή του Αγώνα να αγωνιστεί με τον αριθμό 7, τον τυχερό συμβολικά αριθμό στην Αρχαία Ελλάδα, αλλά του δίνεται τελικά το 77, που θεωρεί διπλή τύχη.
Στις 20 Απριλίου 1946, οι αθλητές πήραν τις θέσεις τους στο σημείο εκκίνησης…
Ανάμεσα στους δρομείς που διεκδικούσαν την πολυπόθητη νίκη ήταν ο τεράστιος Άγγλος Κένεθ Μπέιλι, ο κορυφαίος Αμερικανός Τζόνι Κέλι, με τον οποίο έχει γνωριστεί στους Ολυμπιακούς του ’36 και ο Καναδός Ζεράρντ Κοτέ. Ο Κυριακίδης ακολουθώντας την τακτική που συνήθιζε πάντα, δεν σπατάλησε δυνάμεις από την αρχή αλλά επιτάχυνε από το μέσον της διαδρομής. Σιγά σιγά ξεκίνησε να ανεβάζει ταχύτητα και να προσπερνάει τους υπόλοιπους δρομείς. Κοιτούσε μόνο μπροστά, γιατί όπως είχε δηλώσει «όταν ένας μαραθωνοδρόμος κοιτάζει πίσω του, δίνει φτερά στον αντίπαλο»…
«Είναι τύπος μετρημένου και λογικού αθλητού. Παρακολουθεί ελάχιστα το τι κάμνει ο αντίπαλος και, συμβουλευόμενος μόνον το χρονόμετρον που φέρει πάντοτε εις το αριστερό του χέρι, δεν παρεσύρθη εις τον αγώνα της ασκόπου και ακαίρου καταπονήσεως των άλλων, αλλά έκαμε την κούρσα του όπως αυτός εγνώριζεν», έγραφε μετά τον αγώνα η «Καθημερινή»
Ο Κυριακίδης δεν ήταν μόνο ο πρώτος μαραθωνοδρόμος, ήταν και ο σύγχρονος Έλληνας ήρωας στα μάτια όλου του κόσμου. Είχε καλύψει την απόσταση των 42.195 μέτρων σε 2:29:27, την καλύτερη πανευρωπαϊκή επίδοση που είχε πετύχει μεταπολεμικά μαραθωνοδρόμος και για 22 χρόνια και 216 ημέρες την καλύτερη στην Ελλάδα. Ένα ρεκόρ που του έφερε και μια θέση στο βιβλίο Γκίνες!
Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια του Τζον Κέλι: «Πώς θα μπορούσα να νικήσω εγώ έναν τέτοιο αθλητή; Εγώ αγωνιζόμουν μόνο για τον εαυτό μου. Αυτός αγωνιζόταν για μια ολόκληρη πατρίδα», όταν τον ρώτησαν γιατί έχασε από τον Έλληνα. Πράγματι, ο Κυριακίδης μετά το τέλος του αγώνα δεν ξέχασε τις δοκιμασίες και τον εμφύλιο των Ελλήνων. Αντί για προσωπικά δώρα από τους Αμερικανούς ζήτησε μόνο να βοηθήσουν τη χώρα του. Η απάντησή του σε προτάσεις να πάρει χρήματα και να γίνει επαγγελματίας αθλητής ήταν: «Για μένα τίποτα. Μόνο για την Ελλάδα…», επιμένοντας: «Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου».
Ο Στέλιος Κυριακίδης, μετά τον αγώνα μένει για περίπου δύο μήνες στην Αμερική, αποσκοπώντας στην συγκέντρωση βοήθειας για την Ελλάδα, καθώς η νίκη του είχε προκαλέσει την συμπάθεια σε Αμερικανούς και κυρίως σε Έλληνες ομογενείς. Όταν ο Αμερικανός Πρόεδρος Τρούμαν μαθαίνει το κατόρθωμά του ζητάει να συναντήσει στον Λευκό Οίκο, μαζι με τον αμερικανό δρομέα και τον κοκαλιάρη -όπως αποκάλεσε- Έλληνα νικητή.
Τελικά, οι προσπάθειες του Έλληνα πρωταθλητή καταφέρνουν να συγκεντρώσουν ένα μεγάλο για την εποχή ποσό, 250.000 δολαρίων, ενώ η οικογένεια Λιβανού με τη βοήθεια της Αμερικανικής κυβέρνησης στέλνει έξι πλοία με είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα). Η βοήθεια αυτή ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη». Τον Μάιο του 1947, ως απόρροια της δημοσιότητας που είχε δοθεί στην κατάσταση της Ελλάδας, λόγω του Μαραθωνίου της Βοστώνης, τέθηκε σε εφαρμογή άλλη μια σημαντική οικονομική βοήθεια από την Αμερική, 400 εκατομμυρίων δολαρίων.
Στις 23 Μαΐου 1946, ο Κυριακίδης επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου πολλές χιλιάδες Ελλήνων τον υποδέχθηκαν με τιμές ήρωα. Ο δοκιμαζόμενος ελληνικός λαός που διψούσε για μία καλή είδηση, ξεχύθηκε στους δρόμους της Αθήνας για να υποδεχθεί «Τον Αθάνατον Θριαμβευτήν της Βοστώνης» που έφερε τη χώρα «σ’ ένα παραλήρημα ιερού ενθουσιασμού», όπως έγραφε η «Αθλητική Ηχώ» της επόμενης ημέρας.
Στην επίσημη τελετή που πραγματοποιήθηκε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, ο λόγος του δακρυσμένου Κυριακίδη που δήλωνε: «Υπερήφανος που είμαι Έλλην» συγκίνησε το συγκεντρωμένο πλήθος, που είχε φτάσει με κάθε μέσο από όλη την Ελλάδα για να δει από κοντά τον ζωντανό θρύλο. Εκεί, δράττει την ευκαιρία να καλέσει τους Έλληνες να αφήσουν τις έριδες και να μονιάσουν…
Ο Έλληνας νικητής της Βοστώνης καταθέτει στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, όπου τον υποδέχτηκε η τότε πολιτική ηγεσία, ενώ έπειτα βραβεύεται με το μετάλλιο της Λεγεώνας του Χρυσού Φοίνικα σαν Ευεργέτης του Έθνους. «Εφ’ όσον η Ελλάς έχει τέκνα σαν κι εσάς, θα φωτίζη τον κόσμον εις τους αιώνας», του είπε ο τότε υπουργός Παιδείας, Αντώνιος Παπαδήμος.
Τότε για πρώτη φορά μετά την Κατοχή, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του.
- The Spirit of the Marathon”: Είναι το μνημείο ύψους 4 μέτρων, που απεικονίζει τον Έλληνα «που έτρεξε για έναν ολόκληρο λαό», με τον Σπύρο Λούη να τον εμψυχώνει, και βρίσκεται από το 2004 στο πρώτο χιλιόμετρο του Μαραθωνίου της Βοστώνης, ως φόρος τιμής, για να θυμίζει σε όλους το μεγαλείο του αθλητή και ανθρώπου!
Eνός ταπεινού ανθρώπου της προσφοράς, αλλά με υψηλά ιδεώδη, γνώστη της βαριάς κληρονομιάς αυτού του τόπου στον αθλητισμό και τον πολιτισμό, ενός μοναδικού αθλητή που λατρεύτηκε όσο κανείς άλλος στην εποχή του και αποτελεί φάρο έμπνευσης για όλους μας.
> Ο Στέλιος Κυριακίδης πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 1987, σε ηλικία 77 ετών. Την τελευταία δεκαπενταετία, ο γιος του, Δημήτρης, γυρίζει τον κόσμο και προσπαθεί να κρατήσει άσβεστη τη μνήμη του πατέρα του. Μάλιστα, το 2019, ολοκληρώνει το βιβλίο του «Η Ζωή και το αιώνιο έργο του Στέλιου Κυριακίδη» (Εκδόσεις Αφή), στο οποίο με τη συνεργασία του Κώστα Σάμιου, σκιαγραφεί τον θρυλικό μαραθωνοδρόμο, καταγράφοντας γνωστές και άγνωστες πτυχές της προσφοράς του στον αθλητισμό, στην πατρίδα και στην κοινωνία. Το βιβλίο, όνειρο ζωής του γιου του, περιέχει όχι μόνο το θρίαμβο της Βοστώνης του 1946, αλλά και το πρωτοποριακό έργο του σαν αθλητής, το πατριωτικό έργο του, αλλά κυρίως το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του, το κοινωνικό του έργο.
– Το επόμενο μίνι ντοκιμαντέρ του NBC, για τη ζωή του Στέλιου Κυριακίδη, προβλήθηκε από το αμερικανικό κανάλι στη διάρκεια των αφιερωμάτων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004…